ουζοπότης

ουζοπότης
ο
αυτός που πίνει ούζο, που αγαπά την ουζοποσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ούζο + -πότης (< πίνω*). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ουζοπότης — ο αυτός που πίνει πολύ ούζο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουζοποσία — η [ουζοπότης] πόση ούζου, ιδίως υπερβολική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”